Οι πέτρες (λίθοι) που χρησιμοποιούνταν στην κοσμηματοποιία, παραδοσιακά χωρίζονταν σε πολύτιμους και ημιπολύτιμους. Στους πολύτιμους συγκαταλέγονταν το διαμάντι, το ρουμπίνι, το ζαφείρι, το σμαράγδι αλλά και ο αμέθυστος. Όλοι οι υπόλοιποι ήταν οι ημιπολύτιμοι λίθοι. Όταν όμως ανακαλύφθηκαν μεγάλα κοιτάσματα αμέθυστου και η αξία του υποχώρησε πολύ, τότε συμπεριλήφθηκε και αυτός στους ημιπολύτιμους.
Οι περισσότερεοι ημιπολύτιμοι λίθοι είναι ορυκτά, λίγοι μόνο είναι οργανικοί, δηλαδή προέρχονται από ζωικούς ή φυτικούς οργανισμούς, όπως το κεχριμπάρι, κοράλλι, ελεφαντόδοντο, και μαργαριτάρι. Η διάκριση πάντως σε πολύτιμους και ημιπολύτιμους, τείνει να εκλείψει, γιατί υπάρχουν ποιότητες ημιπολύτιμων λίθων, πολύ ακριβότερες από τους πολύτιμους, και αντιστρόφως.
Η συνήθης κατεργασία των ημιπολύτιμων πετρών είναι το γυάλισμα με tumbler. Αυτό σημαίνει ότι πολλές πέτρες μαζί παρόμοιου μεγέθους περιστρέφονται σε ένα τύμπανο (μπουράτο στην τεχνική ορολογία) επί πολλές ώρες. Η κατεργασία αυτή γίνεται μέσα σε ένα διάλυμα οξειδίων του αργιλίου σε νερό.
Μενταγιόν που βρέθηκε στον τάφο της πριγκίπισσας Senusret II, της δεύτερης δυναστείας (1897- 1878). Το χρυσό μενταγιόν έχει 4,9 εκ. ύψος, και βρίσκεται στο μουσείο του Καΐρου. Στην κατασκευή του έχουν χρησιμοποιηθεί διάφοροι ημιπολύτιμοι λίθοι,λάπις λάζουλι, τιρκουάζ, κορνεόλη, πράσινος άστριος.